Η χρόνια κόπωση είναι μία κατάσταση η οποία επηρεάζει τόσο τους εφήβους όσο και τους ενήλικες. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η εκτεταμένη χρονικά κούραση, η οποία δεν οφείλεται σε έξαρση της σωματικής δραστηριότητας και δεν απαλύνεται από ξεκούραση. Άλλες ενδείξεις περιλαμβάνουν συχνούς πονοκεφάλους, πόνο στους μύες και τις αρθρώσεις, πρησμένους αδένες, μειωμένη μνημονική ικανότητα και δυνατότητα συγκέντρωσης και ύπνο ο οποίος δεν είναι αναζωογονητικός. Οι πάσχοντες σταδιακά μειώνουν την εμπλοκή τους σε καθημερινές τους συνήθειες, ιδιαίτερα αυτές που περιλαμβάνουν σωματική άσκηση, ενώ μπορεί να οδηγηθούν ακόμα και σε κάποιο βαθμό αναπηρίας. Σε αυτό παιζει πολύ μεγάλο ρόλο η αποχή τους από τη σωματική άσκηση εξ ολοκλήρου.
Η κατάσταση της χρόνιας κόπωσης είναι στην πραγματικότητα περισσότερο συνδεδεμένη αιτιακά με την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου παρά με κάποια βιολογική κατάσταση. Η προσωπικότητα, τα γονίδια και κάποια συμβάντα στη ζωή μπορεί να ευθύνονται για την εμφάνιση της κόπωσης, αλλά είναι η ψυχολογική κατάσταση και οι αντιλήψεις του ατόμου αυτές που θα καθορίσουν τη διαιώνισή της.
Καθώς ο πάσχων παρατηρεί πως επικρατεί η κόπωση στην καθημερινότητά του, η συνηθέστερη αντίληψη είναι πως χρειάζεται ξεκούραση. Εφόσον όμως η κόπωση δεν υποχωρεί, η συνήθης αντίδραση είναι η μη επιστροφή στις προηγούμενες συνήθειές και ειδικότερα η αποφυγή οποιασδήποτε ενασχόλησης περιλαμβάνει σωματική άσκηση. Το γεγονός αυτό όμως έχει ως συνέπεια την ελάττωση της φυσικής κατάστασης, με αποτέλεσμα όταν ο πάσχων επιχειρήσει να ενεργοποιηθεί ξανά, να νιώθει πως χρειάζεται ακόμα περισσότερη ξεκούραση. Η πρακτική αυτή δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο όπου ο πάσχων κουράζεται εύκολα λόγω χαμηλής φυσικής κατάστασης, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στην αποφυγή της σωματικής άσκησης με σκοπό την ενδυνάμωση, λόγω της σύντομα επερχόμενης κούρασης. Οι εξάρσεις άσκησης είναι ακόμα περισσότερο ζημιογόνες, εφόσον καταλήγουν σε μεγαλύτερες περιόδους ξεκούρασης.
Η ορθότερη αντιμετώπιση της κατάστασης είναι η σταδιακή εμπλοκή σε δραστηριότητες που απαιτούν σωματική άσκηση, σε τακτά χρονικά διαστήματα και χωρίς να εξαντλούνται οι αντοχές του ασκούμενου. Όσο οι φυσικές αντοχές του αυξάνονται, πρέπει να αυξάνεται και ο βαθμός δυσκολίας της άσκησης. Η πρακτική λοιπόν δε διαφέρει από αυτή ενός ατόμου το οποίο ξεκινά σε κάποια στιγμή να γυμνάζεται έπειτα από χρόνια καθιστικής ζωής. Αξίζει να διερευνηθεί ταυτόχρονα το ενδεχόμενο να εμπλέκονται και ψυχολογικοί παράγοντες στην κατάπτωση του ατόμου.